< ἄβρομον
2 ἄβρομος >
1 ἄβρομος
,
-ον
estrepitoso
,
vocinglero
ἕποντο ἄβρομοι αὐΐαχοι
Il
.13.41, cf. Q.S.13.68,
ὕδωρ
Nonn.
D
.6.292.